- βουβωνίσκος
- βουβων-ίσκος, ὁ,A bandage for the groin, Heliod. ap. Orib.48.55 tit.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βουβωνίσκος — βουβωνίσκος, ο (Α) [βουβών] επίδεσμος για τη βουβωνοκήλη … Dictionary of Greek
βουβωνίσκος — bandage for the groin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνίσκου — βουβωνίσκος bandage for the groin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνίσκῳ — βουβωνίσκος bandage for the groin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουβωνοφύλαξ — βουβωνοφύλαξ, ο (Α) ο βουβωνίσκος* … Dictionary of Greek
βουκολίσκος — βουκολίσκος, ο (Α) είδος επιδέσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)] … Dictionary of Greek